κρίσιμη θερμοκρασία

κρίσιμη θερμοκρασία
Όρος της φυσικής που σημαίνει τη θερμοκρασία εκείνη πέρα από την οποία ένα αέριο δεν μπορεί να υγροποιηθεί με συμπίεση (τα μόρια έρχονται πιο κοντά). Όταν ένα σώμα φτάσει σε αυτή τη θερμοκρασία, τότε συγχέονται οι φυσικές του ιδιότητες ως υγρού και ως ατμού και δεν μπορεί να γίνει πια η διάκριση ανάμεσα σε αυτές τις δύο φυσικές καταστάσεις. Το σημείο ή η κατάσταση ορίζεται από τρεις σταθερές, οι οποίες λέγονται κρίσιμες σταθερές. Σε αυτές, εκτός από την κ.θ., ανήκουν η κρίσιμη πίεση, το ανώτατο όριο της πίεσης του κορεσμένου ατμού και ο κρίσιμος όγκος, που αναφέρεται στα γραμμομόρια και είναι το ανώτατο όριο, στο οποίο τείνουν ο όγκος και η πίεση (καθώς τα δύο μεγέθη συνδέονται με κάποιου είδους καταστατική εξίσωση), όταν μεγαλώνει η θερμοκρασία και πραγματοποιείται η υγροποίηση. Τα φαινόμενα που έχουν σχέση με την κατάσταση αυτή, την οποία έχει περιγράψει ο Άντριους, είναι αντιστρεπτά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αέριο — Σώμα σε κατάσταση τέτοια που δεν χαρακτηρίζεται ούτε από το σχήμα ούτε από τον όγκο του και αυτό οφείλεται στη σχεδόν πλήρη ελευθερία κίνησης των συστατικών σωματιδίων του και των σχετικά μεγάλων αποστάσεων μεταξύ τους. Η ύπαρξη χώρου μεταξύ των… …   Dictionary of Greek

  • υγροποίηση — Η μεταβολή κατάστασης κατά την οποία, κάτω από κατάλληλες συνθήκες θερμοκρασίας και πίεσης, ένα αέριο γίνεται υγρό. Η μεταβολή αυτή μπορεί να συμβεί μόνο σε θερμοκρασία ειδική για κάθε αέριο, η οποία ονομάζεται κρίσιμη θερμοκρασία· πάνω από αυτήν …   Dictionary of Greek

  • κρίσιμος — η, ο (AM κρίσιμος, ίμη, ον) [κρίσις] 1. αυτός που δίνει οριστική τροπή σε κάτι, αποφασιστικός («κρίσιμη συνάντηση») 2. σοβαρός, επικίνδυνος (α. «η κατάσταση τού ασθενούς παραμένει κρίσιμη» β. «η οικονομία βρίσκεται σε κρίσιμη κατάσταση» γ.… …   Dictionary of Greek

  • οξυγόνο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Ο· ανήκει στην έκτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, έχει ατομικό αριθμό 8, ατομικό βάρος 16, τρία σταθερά ισότοπα και τρία ραδιενεργά, όλα με βραχύτατο χρόνο ζωής. Στοιχείο απαραίτητο για τη ζωή,… …   Dictionary of Greek

  • καταιγισμού, υγροποίηση — Μέθοδος υγροποίησης κατά την οποία ένα αέριο (όπως το μεθυλοχλωρίδιο) με υψηλή κρίσιμη θερμοκρασία υγροποιείται με αύξηση της πίεσης και η εξάτμιση αυτού του υγρού ψύχει ένα δεύτερο αέριο (όπως το αιθυλένιο), το οποίο βρίσκεται κάτω από την… …   Dictionary of Greek

  • υπεραγωγιμότητα — Φαινόμενο κατά το οποίο πέφτει απότομα στο μηδέν η ηλεκτρική αντίσταση μερικών μετάλλων, όταν οδηγηθούν σε πολύ χαμηλές θερμοκρασίες· η θερμοκρασία στην οποία πραγματοποιείται η πτώση της αντίστασης ενός δεδομένου υλικού καλείται κρίσιμη… …   Dictionary of Greek

  • αιθάνιο — Οργανική χημική ένωση του τύπου C2Η6, το δεύτερο μέλος της σειράς των άκυκλων κεκορεσμένων υδρογονανθράκων. Είναι αέριο άχρωμο και άοσμο με σημείο βρασμού στους 84°C, κρίσιμη θερμοκρασία στους +34°C και κρίσιμη πίεση 50,2 ατμόσφαιρες.… …   Dictionary of Greek

  • κατάσταση — (Φυσ.). Ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάζονται στη γενική τους μορφή τα διάφορα σώματα και εξαρτάται έως έναν βαθμό από τις δυνάμεις συνοχής των μορίων τους. Η ύλη γενικά παρουσιάζεται στη φύση σε στερεά, σε υγρή και σε αέρια μορφή. Η στερεά μορφή… …   Dictionary of Greek

  • κρυπτό — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Kr. Ανήκει στην ομάδα μηδέν του περιοδικού συστήματος (ομάδα των ευγενών αερίων), έχει ατομικό αριθμό 36 και ατομική μάζα 83,80. Είναι άχρωμο, άοσμο και άγευστο αέριο. Έχει έξι σταθερά ισότοπα και βρίσκεται στον αέρα,… …   Dictionary of Greek

  • ορυχείο — Σύνολο εργοταξίων, υπόγειων ή επιφανειακών, τα οποία, με τις μηχανικές εγκαταστάσεις τους, έχουν προορισμό την ανόρυξη και την εξαγωγή χρήσιμων ορυκτών. Η επεξεργασία στην οποία υποβάλλεται η μάζα του πετρώματος λέγεται εκμετάλλευση του ορυκτού.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”